ξανθισμα

ξανθισμα
    ξάνθισμα
    -ατος τό золотисто-желтый цвет, белокурость
    

(κόμης ξανθίσματα Eur.)

    ξανθίσματα χαίτης Anth. — белокурые волосы


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ξανθισμα" в других словарях:

  • ξάνθισμα — that which is dyed yellow neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξάνθισμα — (xantisma). Δικοτυλήδονο φυτό της οικογένειας των συνθέτων ή κομποζίτων με το μοναδικό είδος ξ. το τεξανό, ιθαγενές του Τέξας. Φυτρώνει σε τόπους άγονους και ξερούς. Μονοετές η διετές φτάνει σε ύψος 30 120 εκ. Έχει φύλλα επαλλάσσοντα γραμμοειδή… …   Dictionary of Greek

  • ξάνθισμα — το, ατος το αποτέλεσμα του ξανθίζω (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξανθίσμασι — ξάνθισμα that which is dyed yellow neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξανθίσματα — ξάνθισμα that which is dyed yellow neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απάνθησις — ἀπάνθησις ( εως), η (Α) το ξάνθισμα των λουλουδιών, η ροή των πετάλων τους όταν αρχίζουν να μαραίνονται και να πέφτουν …   Dictionary of Greek

  • ξάνθισις — ξάνθισις, ἡ [Α ξανθίζω] το βάψιμο με ξανθή βαφή, το ξάνθισμα …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»